τρίβανα

τρίβανα
τρίβανον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίβανον — τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανον λήκυθον» 2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β , αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.) 3. γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”